ξέσκεπα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξέσκεπα < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

ξέσκεπα

  1. απροκάλυπτα, χωρίς ευγένεια
    Της έρριχνε κατάμουτρα την ταπεινή καταγωγή της και της έδειχνε ξέσκεπα πως του ήταν βάρος μέσα στο σπίτι (Ανδρέας Καρκαβίτσας, "Ο αρχαιολόγος")

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ξέσκεπα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.