ξάκρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξάκρισμα | τα | ξακρίσματα |
| γενική | του | ξακρίσματος | των | ξακρισμάτων |
| αιτιατική | το | ξάκρισμα | τα | ξακρίσματα |
| κλητική | ξάκρισμα | ξακρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξάκρισμα < ξακρίζω
Ουσιαστικό
ξάκρισμα ουδέτερο
- το να κόβονται στα άκρα, οι άκριες που περισσεύουν (σε τρίχες, ύφασμα, φυτά κ.λπ.)
- το να επιμελείται κάποιος κάτι (π.χ. στη βιβλιοδεσία, η σωστή αποκοπή των περιθωρίων των σελίδων)
- το να καλλιεργεί κάποιος ένα χωράφι απ' άκρη σ' άκρη χωρίς να αφήνει αφρόντιστο ούτε μισό μέτρο
- το ξεμονάχιασμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.