νυχτοήμερα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νυχτοήμερα < μεσαιωνική ελληνική νυκτοήμερον / νυθχήμερον < ελληνιστική κοινή νυχθήμερος < αρχαία ελληνική νύξ + ἡμέρα
Μεταφράσεις
νυχτοήμερα
|
- νυχτοήμερα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.