νυχταλωπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νυχταλωπία οι νυχταλωπίες
      γενική της νυχταλωπίας των νυχταλωπιών
    αιτιατική τη νυχταλωπία τις νυχταλωπίες
     κλητική νυχταλωπία νυχταλωπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νυχταλωπία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

νυχταλωπία θηλυκό

  • (ιατρική): αδυναμία της όρασης που χαρακτηρίζεται από τη δυσκολία να δει κάποιος όταν δεν υπάρχει πολύ φως, δηλαδή την νύχτα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.