ντούμπλεξ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ντούμπλεξ < ντούπλεξ < γαλλική duplex < λατινική duplex < duo + plico

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈdu.bleks/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντούμπλεξ

Ουσιαστικό

ντούμπλεξ ουδέτερο άκλιτο

  1. τηλεφωνικό ή τηλεπικοινωνιακό σύστημα που λειτουργεί ταυτόχρονα με δύο συσκευές
  2. ντουμπλ φας
  3. (οικείο) διπλός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.