ντουμπλάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντουμπλάρισμα τα ντουμπλαρίσματα
      γενική του ντουμπλαρίσματος των ντουμπλαρισμάτων
    αιτιατική το ντουμπλάρισμα τα ντουμπλαρίσματα
     κλητική ντουμπλάρισμα ντουμπλαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντουμπλάρισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ντουμπλάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.