ντοπαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ντοπαρισμένος | η | ντοπαρισμένη | το | ντοπαρισμένο |
| γενική | του | ντοπαρισμένου | της | ντοπαρισμένης | του | ντοπαρισμένου |
| αιτιατική | τον | ντοπαρισμένο | την | ντοπαρισμένη | το | ντοπαρισμένο |
| κλητική | ντοπαρισμένε | ντοπαρισμένη | ντοπαρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ντοπαρισμένοι | οι | ντοπαρισμένες | τα | ντοπαρισμένα |
| γενική | των | ντοπαρισμένων | των | ντοπαρισμένων | των | ντοπαρισμένων |
| αιτιατική | τους | ντοπαρισμένους | τις | ντοπαρισμένες | τα | ντοπαρισμένα |
| κλητική | ντοπαρισμένοι | ντοπαρισμένες | ντοπαρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ντοπαρισμένος < ντοπάρω
Μετοχή
ντοπαρισμένος
- (αθλητισμός) αυτός που έχει λάβει διάφορες ουσίες με σκοπό τη βελτίωση των αθλητικών του επιδόσεων
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.