ντιτζέι
Νέα ελληνικά (el)

Ντιτζέι σε πάρτι
Ετυμολογία
- ντιτζέι < (άμεσο δάνειο) αγγλική deejay[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /diˈd͡ze.i/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντι‐τζέ‐ι
Ουσιαστικό
ντιτζέι αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (μουσική, επάγγελμα) άτομο το οποίο ασχολείται με τη μουσική κάλυψη μιας εκδήλωσης ή μιας τηλεοπτικής ή ραδιοφωνικής εκπομπής, επιλέγοντας ή συνθέτοντας ηχογραφημένη μουσική
Μεταφράσεις
ντιτζέι
|
Αναφορές
- ντιτζέι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.