ντερβίσης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ντερβίσης | οι | ντερβίσηδες |
| γενική | του | ντερβίση | των | ντερβίσηδων |
| αιτιατική | τον | ντερβίση | τους | ντερβίσηδες |
| κλητική | ντερβίση | ντερβίσηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντερβίσης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική درویش (derviş, φτωχός, αφοσιωμένος στο θεό) (τουρκική derviş) < περσική درویش (darvêš, ζητιάνος))[1] < προέλευσης από τη μέση περσική . Δείτε και δερβίσης.
Προφορά
- ΔΦΑ : /deɾˈvi.sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντερ‐βί‐σης
Ουσιαστικό
ντερβίσης αρσενικό
- (ιστορία) μουσουλμάνος μοναχός που ζει σε τεκέ
- (προσφώνηση, λαϊκότροπο) λεβέντης (ως κλητική προσφώνηση συνήθως)
- ※ Ντερβίση μου να 'ρχόσουνα μια ώρα στο τσαρδί μας / να 'βρισκες τους φίλους μας που (είν)ν’ όλοι δικοί μας (Μάρκος Βαμβακάρης, Ο Δερβίσης)
- ※ Και καρτερώ κάθε πρωί, λεβέντη, να περάσεις, / ντερβίση μου αραμπατζή, κι εσύ μη με ξεχάσεις. (Μάρκος Βαμβακάρης, Ο αραμπατζής)
Συγγενικά
-
ντερβίσης στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- ντερβίσης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.