ντεμπουτάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντεμπουτάρισμα τα ντεμπουταρίσματα
      γενική του ντεμπουταρίσματος των ντεμπουταρισμάτων
    αιτιατική το ντεμπουτάρισμα τα ντεμπουταρίσματα
     κλητική ντεμπουτάρισμα ντεμπουταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ντεμπουτάρισμα ουδέτερο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.