νουντλ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νουντλ < noodle • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;

Νουντλς με κρεμμύδι και πιπεριά.
Ουσιαστικό
νουντλ ουδέτερο άκλιτο, συνήθως αναφέρεται στον πληθυντικό νουντλς
- μακριά και λεπτή λωρίδα ζύμης (ή και σε διαφορετικά σχήματα) από ρύζι ή στάρι, μέρος της κινεζικής κουζίνας, αναφερόμενη στα ελληνικά και νούγια (νούγιες στον πληθυντικό)
-
νουντλ στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
νουντλ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.