νουντλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νουντλ < noodle  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
Νουντλς με κρεμμύδι και πιπεριά.

Ουσιαστικό

νουντλ ουδέτερο άκλιτο, συνήθως αναφέρεται στον πληθυντικό νουντλς

  • μακριά και λεπτή λωρίδα ζύμης (ή και σε διαφορετικά σχήματα) από ρύζι ή στάρι, μέρος της κινεζικής κουζίνας, αναφερόμενη στα ελληνικά και νούγια (νούγιες στον πληθυντικό)
    Ένα ιδιαίτερο είδος πιάτου, που ονομάζεται σιαομιέν, κερδίζει δημοτικότητα στην Τσονγκτσίνγκ, όχι μόνο για τη γεύση του, αλλά και για τον τρόπο προετοιμασίας. Γίνεται μονάχα με ένα εξαιρετικά μακρύ νουντλ. ( Το μακρύτερο νουντλ στην Τσονγκτσίνγκ, greek.cri.cn, 2014-06-16)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.