νουνά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νουνά οι νουνές
      γενική της νουνάς των νουνών
    αιτιατική τη νουνά τις νουνές
     κλητική νουνά νουνές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νουνά < νουν(ός) + . Για την τροπή [o] > [u]  δείτε τη λέξη νουνός

Προφορά

ΔΦΑ : /nuˈna/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νουνά

Ουσιαστικό

νουνά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.