νοτιοανατολικού
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /no.ti.o.a.na.to.liˈku/
Κλιτικός τύπος επιθέτου
νοτιοανατολικού
- γενική ενικού του νοτιοανατολικός, αρσενικό γένος
- γενική ενικού του νοτιοανατολικό, ουδέτερο γένος του νοτιοανατολικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.