νοσοφοβία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νοσοφοβία οι νοσοφοβίες
      γενική της νοσοφοβίας των νοσοφοβιών
    αιτιατική τη νοσοφοβία τις νοσοφοβίες
     κλητική νοσοφοβία νοσοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νοσοφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nosophobia < νοσο- + -φοβία. (μαρτυρείται από το 1894)[1]

Ουσιαστικό

νοσοφοβία θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.