νοσομανία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νοσομανία οι νοσομανίες
      γενική της νοσομανίας των νοσομανιών
    αιτιατική τη νοσομανία τις νοσομανίες
     κλητική νοσομανία νοσομανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νοσομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από την αγγλική nosomania ή γαλλική nosomanie.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε νόσ(ος) + -ο- + -μανία

Ουσιαστικό

νοσομανία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Λεξικόν εγκυκλοπαιδικόν, τόμ. [7]: Συμπλήρωμα (Αθήνα: Μπεκ και Μπαρτ, π. [1905]), σ. 686. Στην @anemi Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών «Ανέμη»· πρόσβαση: 2021-11-19.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.