νοσολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νοσολογία οι νοσολογίες
      γενική της νοσολογίας των νοσολογιών
    αιτιατική τη νοσολογία τις νοσολογίες
     κλητική νοσολογία νοσολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νοσολογία < νόσο(ς) + -ο- + -λογία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

νοσολογία θηλυκό

  • (ιατρική) η επιστήμη που ασχολείται με τις νόσους και τα συμπτώματά τους, ώστε να μπορεί ο γιατρός να τις αναγνωρίσει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.