νιόβγαλτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νιόβγαλτος η νιόβγαλτη το νιόβγαλτο
      γενική του νιόβγαλτου της νιόβγαλτης του νιόβγαλτου
    αιτιατική τον νιόβγαλτο τη νιόβγαλτη το νιόβγαλτο
     κλητική νιόβγαλτε νιόβγαλτη νιόβγαλτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νιόβγαλτοι οι νιόβγαλτες τα νιόβγαλτα
      γενική των νιόβγαλτων των νιόβγαλτων των νιόβγαλτων
    αιτιατική τους νιόβγαλτους τις νιόβγαλτες τα νιόβγαλτα
     κλητική νιόβγαλτοι νιόβγαλτες νιόβγαλτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νιόβγαλτος < νιο- + βγάζω, βγαλ- + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɲo.vɣal.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νιόβγαλτος

Επίθετο

νιόβγαλτος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.