νιτσεϊσμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νιτσεϊσμός οι νιτσεϊσμοί
      γενική του νιτσεϊσμού των νιτσεϊσμών
    αιτιατική τον νιτσεϊσμό τους νιτσεϊσμούς
     κλητική νιτσεϊσμέ νιτσεϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νιτσεϊσμός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική nietzschéisme (γερμανική Nietzscheismus) < Φρίντριχ Νίτσε (Friedrich Nietzsche) + -ισμός

Ουσιαστικό

νιτσεϊσμός αρσενικό

  • (φιλοσοφία) οι ιδέες, η φιλοσοφική θεώρηση κατά τη φιλοσοφία του Νίτσε

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.