νιτσεράδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νιτσεράδα | οι | νιτσεράδες |
| γενική | της | νιτσεράδας | των | νιτσεράδων |
| αιτιατική | τη | νιτσεράδα | τις | νιτσεράδες |
| κλητική | νιτσεράδα | νιτσεράδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
νιτσεράδα θηλυκό
- αδιάβροχο πανωφόρι ή οποιοδήποτε επικάλυμμα από μουσαμά
- Ὁ μπαρμπα-Στεφανής ἦτο μέ τήν νιτσεράδα του, μέ τόν κηρωτόν πῖλόν του μέ τόν ἱμάντα δεδεμένον ὑπό τόν πώγωνα (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
Μεταφράσεις
νιτσεράδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.