νηπιακώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νηπιακώς < νηπιακός + -ώς

Επίρρημα

νηπιακώς

Πηγές

  • νηπιακώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.