νεροκότσυφας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεροκότσυφας | οι | νεροκότσυφες |
| γενική | του | νεροκότσυφα | των | νεροκοτσύφων |
| αιτιατική | τον | νεροκότσυφα | τους | νεροκότσυφες |
| κλητική | νεροκότσυφα | νεροκότσυφες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νεροκότσυφας αρσενικό
- (πτηνό) είδος πουλιού (Cinclus cinclus), με χαρακτηριστικό λευκό χρώμα στον λαιμό, που ανήκει στην οικογένεια των Cinclidae, το οποίο κολυμπάει και βουτάει σε ποτάμια και ρέματα, αναζητώντας την τροφή του
Μεταφράσεις
νεροκότσυφας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.