νεράντζι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεράντζι τα νεράντζια
      γενική του νεραντζιού των νεραντζιών
    αιτιατική το νεράντζι τα νεράντζια
     κλητική νεράντζι νεράντζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεράντζι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νεράντζι(ον) < βενετική naranza (πικρό πορτοκάλι) < αραβική نارنج (nāranj) [1]< περσική نارنگ (nārang) < σανσκριτική नारङ्ग (nāraṅga, πορτοκαλιά)
δέντρο με νεράντζια

Προφορά

ΔΦΑ : /neˈɾan.d͡zi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νεράντζι

Ουσιαστικό

νεράντζι ουδέτερο

  1. (φρούτο) καρπός της νεραντζιάς
      Συχνά τα νεράντζια γίνονται «όπλα» στα χέρια των διαδηλωτών, αλλά είναι πιο χρήσιμα για μαρμελάδα! (Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 2010.01.03. enet.gr)
  2. (γλυκό) γλυκό του κουταλιού με κύριο συστατικό το νεράντζι
      Ήρθε ωστόσο και ο δίσκος με το νεράντζι, ήρθε κι ο αναπόφευγος ο καφέςˈ' (Αργύρης Εφταλιώτης, Τ' όμορφο το χωριό)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. νεράντζιον -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.