ναυλοχέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ναυλοχέω < ναύλοχος
Ρήμα
ναυλοχέω
- αναμένω σε λιμάνι όντας σε ετοιμότητα
- οἱ Ἀθηναῖοι ... ναυλοχέοντες τῆς Εὐβοίης ἐν Χαλκίδι ὡς ἔμαθον αὐξόμενον τὸν χειμῶνα ἢ καὶ πρὸ τούτου, ἐθύοντό τε καὶ ἐπεκαλέοντο τόν τε Βορέην καὶ τὴν Ὠρειθυίην τιμωρῆσαι σφίσι καὶ διαφθεῖραι τῶν βαρβάρων τὰς νέας, ὡς καὶ πρότερον περὶ Ἄθων. (Ηρόδοτος, Z 189
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.