ναρκωτισμό

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

ναρκωτισμό

  1. ναρκωτισμός, στην αιτιατική του ενικού

ναρκωτισμό, ουδέτερο του ναρκωτισμός

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.