ναρκαλιευτικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναρκαλιευτικό τα ναρκαλιευτικά
      γενική του ναρκαλιευτικού των ναρκαλιευτικών
    αιτιατική το ναρκαλιευτικό τα ναρκαλιευτικά
     κλητική ναρκαλιευτικό ναρκαλιευτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναρκαλιευτικό < νάρκη + αλιεύω

Ουσιαστικό

ναρκαλιευτικό ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος): εξειδικευμένος τύπος πολεμικού πλοίου υποστήριξης που φέρει κατάλληλο εξοπλισμό για αλιεία και εξουδετέρωση θαλασσίων ναρκών.

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.