νή
Αρχαία ελληνικά (grc)
Μόριο
νή
- (ορκωτικό μόριο) μα
- «Νή Δί', ὦ Καλλία, τελέως ἡμᾱς ἑστιᾷς.» - «Μα τον Δία, πολύ ωραία μας φιλοξενείς, Καλλία.» (Ξενοφών, Συμπόσιον)
- Ἀλλὰ νὴ Δία ταῦτα μὲν οὕτως δεῖν ἔχειν φήσομεν - Αλλά μά το Δία θα πούμε ότι αυτά έτσι πρέπει να έχουν (Δημοσθένης, Υπέρ Μεγαλοπολιτών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.