μῶμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μῶμος | οἱ | μῶμοι |
| γενική | τοῦ | μώμου | τῶν | μώμων |
| δοτική | τῷ | μώμῳ | τοῖς | μώμοις |
| αιτιατική | τὸν | μῶμον | τοὺς | μώμους |
| κλητική ὦ! | μῶμε | μῶμοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μώμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μώμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μῶμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μῶμος, -ου αρσενικό
- μομφή, κατηγορία, επίπληξη
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 86 (στίχοι 85-86)
- «Τηλέμαχ᾽ ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, ποῖον ἔειπες | ἡμέας αἰσχύνων, ἐθέλοις δέ κε μῶμον ἀνάψαι.
- «Τηλέμαχε μεγαλορρήμονα, ακατάσχετε, τι λόγος που ξεστόμισες | να μας ντροπιάσεις, θέλοντας πάνω μας να ρίξεις τη βαριά μομφή σου!
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- «Τηλέμαχ᾽ ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, ποῖον ἔειπες | ἡμέας αἰσχύνων, ἐθέλοις δέ κε μῶμον ἀνάψαι.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 6. Ἁγησίᾳ Συρακοσίῳ ἀπήνῃ, 74 Ed. Bœckh, August. Pindari opera quae supersunt. @books-google (6.74-6.76)
- μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων | τοῖς, οἷς ποτε πρώτοις περὶ δωδέκατον δρόμον | ἐλαυνόντεσσιν αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν.
- από τους φθονερούς κρέμεται η κατηγόρια | γι᾽ αυτούς που πρώτοι φτάσανε στη δωδεκάτη διαδρομή | με το άρμα, και η σεβάσμια Χάρις σταλάζει τη δοξασμένη τους μορφή.
- Μετάφραση (2004): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων | τοῖς, οἷς ποτε πρώτοις περὶ δωδέκατον δρόμον | ἐλαυνόντεσσιν αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 1. Ἱέρωνι Αἰτναίῳ ἅρματι, 83 (1.82-1.83)
- καιρὸν εἰ φθέγξαιο, πολλῶν πείρατα συντανύσαις | [στρ. ε] ἐν βραχεῖ, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων·
- Αν πεις τον λόγο τον σωστό κι αν τα πολλά μπορέσεις | [στρ. ε] νήματα να τα πυκνοϋφάνεις, θα ᾽ναι πιο μικρός ο ψόγος των ανθρώπων·
- Μετάφραση (2000): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- καιρὸν εἰ φθέγξαιο, πολλῶν πείρατα συντανύσαις | [στρ. ε] ἐν βραχεῖ, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 86 (στίχοι 85-86)
- ελάττωμα, ψεγάδι, ατέλεια
- (ως κύριο όνομα): Μῶμος
Πηγές
- μῶμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μῶμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.