μῶλυ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μῶλῠ τὰ μώλη - μώλε
      γενική τοῦ μώλεως τῶν μώλεων
      δοτική τῷ μώλει τοῖς μώλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ μῶλῠ τὰ μώλη - μώλε
     κλητική ! μῶλῠ μώλη - μώλε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μώλει
γεν-δοτ τοῖν  μωλέοιν
Δείτε και το επίθετο μῶλυς, -υς, -υ με γενική -υος.
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄστυ' όπως «σῶρυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μῶλυ < μωλύω

Ουσιαστικό

μῶλυ ουδέτερο

  1. (φυτό, ελληνική μυθολογία) βότανο με μαύρη ρίζα και λευκά σαν γάλα άνθη που έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα, ως αντίδοτο στα μαγικά της Κίρκης.
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 305 (302-206)
    Ὣς ἄρα φωνήσας πόρε φάρμακον ἀργειφόντης
    ἐκ γαίης ἐρύσας, καί μοι φύσιν αὐτοῦ ἔδειξε.
    ῥίζῃ μὲν μέλαν ἔσκε, γάλακτι δὲ εἴκελον ἄνθος·
    μῶλυ δέ μιν καλέουσι θεοί· χαλεπὸν δέ τ᾽ ὀρύσσειν
    ἀνδράσι γε θνητοῖσι· θεοὶ δέ τε πάντα δύνανται.
    Τελειώνοντας, μου δίνει το καλό βοτάνι του ο Αργοφονιάς, / που το ανέσπασε απ᾽ τη γη και μου εξήγησε τη φύση του· / στη ρίζα του ήταν μελανό, αλλά το άνθος του άσπρο σαν το γάλα· / μώλυ το ονομάζουν οι θεοί, δύσκολο όμως να το ξεριζώσουν με τα χέρια / άνθρωποι θνητοί — για τους αθάνατους είναι τα πάντα δυνατά.
    Μετάφραση (2006}: Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
  2. (ελληνιστική σημασία) έχει προταθεί ή ταύτισή του με
    1. κρόμμυον τὸ μέλαν (Allium nigrum)
    2. μανδραγόρας
    3. ἑλλέβορος
    4. πήγανον
    5. ἠρύγγιον
    6. στρύχνον ὑπνωτικόν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.