μώλυ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μώλυ < αρχαία ελληνική μῶλυ

Ουσιαστικό

μώλυ ουδέτερο (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο μῶλυ)

  • (φυτό, ελληνική μυθολογία)  δείτε τη λέξη μῶλυ
    Το μώλυ ήταν το αντίδοτο των λυγρών φαρμάκων, που το έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα για να αποφύγει την επίδρασή τους. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.