μυζητήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυζητήρας οι μυζητήρες
      γενική του μυζητήρα των μυζητήρων
    αιτιατική τον μυζητήρα τους μυζητήρες
     κλητική μυζητήρα μυζητήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυζητήρας < μυζώ + -τήρας ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική suceur[1])

Ουσιαστικό

μυζητήρας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.