μπούλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπούλης οι μπούληδες
      γενική του μπούλη των μπούληδων
    αιτιατική τον μπούλη τους μπούληδες
     κλητική μπούλη μπούληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

μπούλης < περικοπή του μπεμπούλης υποκοριστικό του μπέμπης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbu.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπούλης

Ουσιαστικό

μπούλης αρσενικό

  1. (σπάνιο, χαϊδευτικό) ο μπέμπης (θηλυκό μπούλα)
    και χαϊδευτικό όνομα Μπούλης
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) ανώριμος ενήλικας
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) κακομαθημένο παιδί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

μπούλης (άμεσο δάνειο) αγγλική bully + ς

Ουσιαστικό

μπούλης αρσενικό

  • (νεολογισμός, αργκό) αυτός που κάνει μπούλινγκ, που ασκεί φυσική, λεκτική ή ψυχολογική βία στους άλλους· που κάνει νταηλίκια

Μεταφράσεις

  •  δείτε και τη λέξη νταής

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.