μποστάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μποστάνι τα μποστάνια
      γενική του μποστανιού των μποστανιών
    αιτιατική το μποστάνι τα μποστάνια
     κλητική μποστάνι μποστάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μποστάνι < μεσαιωνική ελληνική μποστάνι[1] < τουρκική bostan[1] [2] < οθωμανική τουρκική بوستان (bostan, κήπος) < περσική بوستان (bôstân, κήπος)

Ουσιαστικό

μποστάνι ουδέτερο,

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. μποστάνι -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  2. μποστάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.