μπλοφάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπλοφάρισμα τα μπλοφαρίσματα
      γενική του μπλοφαρίσματος των μπλοφαρισμάτων
    αιτιατική το μπλοφάρισμα τα μπλοφαρίσματα
     κλητική μπλοφάρισμα μπλοφαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπλοφάρισμα < μπλοφάρω

Ουσιαστικό

μπλοφάρισμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.