μπιτς μπαρ
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
Μπιτς μπαρ στη Χαλκιδική.
Ετυμολογία
- μπιτς μπαρ < (άμεσο δάνειο) αγγλική beach bar, → δείτε τις λέξεις beach και bar· κυριολεκτικά: παραλιακό, παραθαλάσσιο μπαρ
Ουσιαστικό
μπιτς μπαρ ουδέτερο, άκλιτο
- (νεολογισμός) μπαρ που βρίσκεται σε παραλία, το οποίο λειτουργεί συνήθως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού
Συνώνυμα
- μπιτσόμπαρο (ενίοτε περιπαικτικό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.