μπιμπελό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπιμπελό < (λόγιο δάνειο) γαλλική bibelot[1]

Ουσιαστικό

μπιμπελό και μπιμπλό ουδέτερο άκλιτο

  • μικρό διακοσμητικό αντικείμενο
    τα ράφια του είναι γεμάτα μπιμπελό σαλονιού που έφερε από τα ταξίδια του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.