μπαρουτιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπαρουτιάζω < μπαρούτ(ι) + -ιάζω < τουρκική barut

Ρήμα

μπαρουτιάζω

  1. (μεταβατικό) εξοργίζω
    τι του είπες και τον μπαρούτιασες;
  2. (αμετάβατο) εξοργίζομαι
    όταν το έμαθε, μπαρούτιασε

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.