μπαρουτιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπαρουτιάζω < μπαρούτ(ι) + -ιάζω < τουρκική barut
Ρήμα
μπαρουτιάζω
- (μεταβατικό) εξοργίζω
- τι του είπες και τον μπαρούτιασες;
- (αμετάβατο) εξοργίζομαι
- όταν το έμαθε, μπαρούτιασε
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μπαρουτιάζω | μπαρούτιαζα | θα μπαρουτιάζω | να μπαρουτιάζω | μπαρουτιάζοντας | |
| β' ενικ. | μπαρουτιάζεις | μπαρούτιαζες | θα μπαρουτιάζεις | να μπαρουτιάζεις | μπαρούτιαζε | |
| γ' ενικ. | μπαρουτιάζει | μπαρούτιαζε | θα μπαρουτιάζει | να μπαρουτιάζει | ||
| α' πληθ. | μπαρουτιάζουμε | μπαρουτιάζαμε | θα μπαρουτιάζουμε | να μπαρουτιάζουμε | ||
| β' πληθ. | μπαρουτιάζετε | μπαρουτιάζατε | θα μπαρουτιάζετε | να μπαρουτιάζετε | μπαρουτιάζετε | |
| γ' πληθ. | μπαρουτιάζουν(ε) | μπαρούτιαζαν μπαρουτιάζαν(ε) |
θα μπαρουτιάζουν(ε) | να μπαρουτιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μπαρούτιασα | θα μπαρουτιάσω | να μπαρουτιάσω | μπαρουτιάσει | ||
| β' ενικ. | μπαρούτιασες | θα μπαρουτιάσεις | να μπαρουτιάσεις | μπαρούτιασε | ||
| γ' ενικ. | μπαρούτιασε | θα μπαρουτιάσει | να μπαρουτιάσει | |||
| α' πληθ. | μπαρουτιάσαμε | θα μπαρουτιάσουμε | να μπαρουτιάσουμε | |||
| β' πληθ. | μπαρουτιάσατε | θα μπαρουτιάσετε | να μπαρουτιάσετε | μπαρουτιάστε | ||
| γ' πληθ. | μπαρούτιασαν μπαρουτιάσαν(ε) |
θα μπαρουτιάσουν(ε) | να μπαρουτιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μπαρουτιάσει | είχα μπαρουτιάσει | θα έχω μπαρουτιάσει | να έχω μπαρουτιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μπαρουτιάσει | είχες μπαρουτιάσει | θα έχεις μπαρουτιάσει | να έχεις μπαρουτιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μπαρουτιάσει | είχε μπαρουτιάσει | θα έχει μπαρουτιάσει | να έχει μπαρουτιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μπαρουτιάσει | είχαμε μπαρουτιάσει | θα έχουμε μπαρουτιάσει | να έχουμε μπαρουτιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μπαρουτιάσει | είχατε μπαρουτιάσει | θα έχετε μπαρουτιάσει | να έχετε μπαρουτιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μπαρουτιάσει | είχαν μπαρουτιάσει | θα έχουν μπαρουτιάσει | να έχουν μπαρουτιάσει |
| |
Μεταφράσεις
μπαρουτιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.