μπανκέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπανκέρης | οι | μπανκέρηδες |
| γενική | του | μπανκέρη | των | μπανκέρηδων |
| αιτιατική | τον | μπανκέρη | τους | μπανκέρηδες |
| κλητική | μπανκέρη | μπανκέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.