μπανκέρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπανκέρης οι μπανκέρηδες
      γενική του μπανκέρη των μπανκέρηδων
    αιτιατική τον μπανκέρη τους μπανκέρηδες
     κλητική μπανκέρη μπανκέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπανκέρης < μπάνκ(α) + -ιέρης

Ουσιαστικό

μπανκέρης αρσενικό

(επάγγελμα)  δείτε τη λέξη μπαγκέρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.