μπαμπουλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπαμπουλώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

μπαμπουλώνω

  1. τυλίγω γύρω από το κεφάλι μαντίλα ή κασκόλ και το καλύπτω
  2. καλύπτω, κουκουλώνω κάποιον με ζεστά ρούχα (χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει υπερβολή)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.