μουτεσαρίφης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μουτεσαρίφης | οι | μουτεσαρίφηδες |
| γενική | του | μουτεσαρίφη | των | μουτεσαρίφηδων |
| αιτιατική | τον | μουτεσαρίφη | τους | μουτεσαρίφηδες |
| κλητική | μουτεσαρίφη | μουτεσαρίφηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μουτεσαρίφης < (άμεσο δάνειο) τουρκική mutasarrıf + -ης < αραβική مُتَصَرِّف (mutaṣarrif)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.