μουτάφης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουτάφης οι μουτάφηδες
      γενική του μουτάφη των μουτάφηδων
    αιτιατική τον μουτάφη τους μουτάφηδες
     κλητική μουτάφη μουτάφηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουτάφης < (άμεσο δάνειο) τουρκική mutaf < περσική مو تاب (mū-tāb)

Ουσιαστικό

μουτάφης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.