μουσαντένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μουσαντένιος | η | μουσαντένια | το | μουσαντένιο |
| γενική | του | μουσαντένιου | της | μουσαντένιας | του | μουσαντένιου |
| αιτιατική | τον | μουσαντένιο | τη | μουσαντένια | το | μουσαντένιο |
| κλητική | μουσαντένιε | μουσαντένια | μουσαντένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μουσαντένιοι | οι | μουσαντένιες | τα | μουσαντένια |
| γενική | των | μουσαντένιων | των | μουσαντένιων | των | μουσαντένιων |
| αιτιατική | τους | μουσαντένιους | τις | μουσαντένιες | τα | μουσαντένια |
| κλητική | μουσαντένιοι | μουσαντένιες | μουσαντένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μουσαντένιος < μουσαντ(ό) + -ένιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /mu.saˈde.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐σα‐ντέ‐νιος
Μεταφράσεις
μουσαντένιος
|
Πηγές
- Νίκος Σαραντάκος, άρθρο: Από τη μουσαντένια ιστορία στο μούσι του αυτοκράτορα, sarantakos.wordpress.com, 18 Αυγούστου 2011.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.