μοσκοσάπουνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μοσκοσάπουνο | τα | μοσκοσάπουνα |
| γενική | του | μοσκοσάπουνου | των | μοσκοσάπουνων |
| αιτιατική | το | μοσκοσάπουνο | τα | μοσκοσάπουνα |
| κλητική | μοσκοσάπουνο | μοσκοσάπουνα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.