μονόστηλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονόστηλος | η | μονόστηλη | το | μονόστηλο |
| γενική | του | μονόστηλου | της | μονόστηλης | του | μονόστηλου |
| αιτιατική | τον | μονόστηλο | τη | μονόστηλη | το | μονόστηλο |
| κλητική | μονόστηλε | μονόστηλη | μονόστηλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονόστηλοι | οι | μονόστηλες | τα | μονόστηλα |
| γενική | των | μονόστηλων | των | μονόστηλων | των | μονόστηλων |
| αιτιατική | τους | μονόστηλους | τις | μονόστηλες | τα | μονόστηλα |
| κλητική | μονόστηλοι | μονόστηλες | μονόστηλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μονόστηλος, -η, -ο
- που καταλαμβάνει μία στήλη ή τμήμα της σε μία σελίδα εντύπου η οποία χωρίζεται νοητά σε 3-4 στήλες
- μια μονόστηλη καταχώριση
- (ναυτικός όρος): σκάφος ή πλοίο που φέρει ένα ιστό {κατάρτι)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μονόστηλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.