μονόστηλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόστηλος η μονόστηλη το μονόστηλο
      γενική του μονόστηλου της μονόστηλης του μονόστηλου
    αιτιατική τον μονόστηλο τη μονόστηλη το μονόστηλο
     κλητική μονόστηλε μονόστηλη μονόστηλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόστηλοι οι μονόστηλες τα μονόστηλα
      γενική των μονόστηλων των μονόστηλων των μονόστηλων
    αιτιατική τους μονόστηλους τις μονόστηλες τα μονόστηλα
     κλητική μονόστηλοι μονόστηλες μονόστηλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονόστηλος < μονο- + στήλη

Επίθετο

μονόστηλος, -η, -ο

  1. που καταλαμβάνει μία στήλη ή τμήμα της σε μία σελίδα εντύπου η οποία χωρίζεται νοητά σε 3-4 στήλες
    μια μονόστηλη καταχώριση
  2. (ναυτικός όρος): σκάφος ή πλοίο που φέρει ένα ιστό {κατάρτι)
     συνώνυμα: μονοκάταρτος, μονάρμπουρος, μονάλμπουρος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.