μονοαμίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονοαμίνη οι μονοαμίνες
      γενική της μονοαμίνης των μονοαμινών
    αιτιατική τη μονοαμίνη τις μονοαμίνες
     κλητική μονοαμίνη μονοαμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονοαμίνη < μονο- + αμίνη (αντιδάνειο) αγγλική monoamine

Ουσιαστικό

μονοαμίνη θηλυκό

  1. (χημεία): οποιαδήποτε χημική ένωση στο μόριο της οποίας υφίστανται μία αμινομάδa
  2. (ιατρική): οργανική ουσία που λειτουργεί ως νευροδιαβιβαστής

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.