μονάλμπουρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονάλμπουρος η μονάλμπουρη το μονάλμπουρο
      γενική του μονάλμπουρου της μονάλμπουρης του μονάλμπουρου
    αιτιατική τον μονάλμπουρο τη μονάλμπουρη το μονάλμπουρο
     κλητική μονάλμπουρε μονάλμπουρη μονάλμπουρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονάλμπουροι οι μονάλμπουρες τα μονάλμπουρα
      γενική των μονάλμπουρων των μονάλμπουρων των μονάλμπουρων
    αιτιατική τους μονάλμπουρους τις μονάλμπουρες τα μονάλμπουρα
     κλητική μονάλμπουροι μονάλμπουρες μονάλμπουρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονάλμπουρος < μον- + άλμπουρ(ο) + -ος

Επίθετο

μονάλμπουρος, -η, -ο

  • (ναυτικός όρος): σκάφος ή πλοίο που φέρει ένα ιστό {κατάρτι)
      Όταν χρησιμοποιήθηκαν οι πρώτες μηχανές εσωτερικής καύσης στα καΐκια, η ράντα αντικατέστησε την πρυμνιά ψάθα σε πολλές μπρατσέρες ενώ ακόμα πιο πρόσφατα, συναντιόντουσαν και μονάλμπουρα καΐκια με ράντα. (Τα Πανιά (Β! Μέρος), aegeanwoodenwalls.blogspot.com, 13/2/2007 )
    άλλες μορφές: μονάρμπουρος
     δείτε του ουδέτερο μονάλμπουρο (για σκάφος)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.