μοιραίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

μοιραίο

  1. μοιραίος, στην αιτιατική του ενικού

μοιραίο, ουδέτερο του μοιραίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.