μνημόνευσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μνημόνευσῐς αἱ μνημονεύσεις
      γενική τῆς μνημονεύσεως τῶν μνημονεύσεων
      δοτική τῇ μνημονεύσει ταῖς μνημονεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μνημόνευσῐν τὰς μνημονεύσεις
     κλητική ! μνημόνευσῐ μνημονεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μνημονεύσει
γεν-δοτ τοῖν  μνημονευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μνημόνευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική grc + -σις

Ουσιαστικό

μνημόνευσις, -εως θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.