μισοθύριν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μισοθύριν < μεσοθύρι με μισο- (μέσον) + θύρ(α) + -ιν < μεσόθυρον

Ουσιαστικό

μισοθύριν ουδέτερο

Συγγενικά

  • μεσοθύρα (θηλυκό) ή μεσόθυρα (ουδέτερο πληθυντικός)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.