μικρονέκρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μικρονέκρωση | οι | μικρονεκρώσεις |
| γενική | της | μικρονέκρωσης* | των | μικρονεκρώσεων |
| αιτιατική | τη | μικρονέκρωση | τις | μικρονεκρώσεις |
| κλητική | μικρονέκρωση | μικρονεκρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μικρονεκρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μικρονέκρωση θηλυκό
- (ιατρική) μικρή αλλοιωμένη περιοχή ενός ιστού, λόγω κακής αιμάτωσης ή κυτταρικής αλλοίωσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.