μικροθέλημα
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μικροθέλημα | τα | μικροθελήματα |
| γενική | του | μικροθελήματος | των | μικροθελημάτων |
| αιτιατική | το | μικροθέλημα | τα | μικροθελήματα |
| κλητική | μικροθέλημα | μικροθελήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μικροθέλημα < μικρο- + αρχαία ελληνική θέλημα
Ουσιαστικό
μικροθέλημα ουδέτερο, ενικός, (μικροθελήματα πληθυντικός)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.